- κρόκεος
- κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].
Dictionary of Greek. 2013.